τιμήσω

τιμήσω
τῑμήσω , τιμάω
honour
aor subj act 1st sg (attic ionic)
τῑμήσω , τιμάω
honour
fut ind act 1st sg (attic ionic)
τῑμήσω , τιμάω
honour
aor ind mid 2nd sg (attic ionic)
τιμέω
aor subj act 1st sg
τιμέω
fut ind act 1st sg
τιμέω
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • EPHEBI — apud Athenienses dicti sunt, qui nomina sua inter Ephebos, i. e. puberes, profitebantur: cuius professionis annus legitimus erat aetatis decimus octavus. Pollux l. 8. c. 9. καὶ εἰς μὲν τοὺς Ε᾿φήβους εἰσῄεσαν εντωκαίδεκα ἔτη γενόμενοι. Cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεξιούμαι — και δεξιώνομαι (AM δεξιοῦμαι, όομαι) χαιρετώ κάποιον σφίγγοντας το δεξί του χέρι του, καλωσορίζω νεοελλ. καλωσορίζω επίσημους προσκεκλημένους II (αρχ. φρ. 1 «δεξιοῦμαι θεοῑς» υψώνω το δεξί μου χέρι για να τιμήσω τους θεούς 2. «πυκνὴν ἄμυστιν… …   Dictionary of Greek

  • εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …   Dictionary of Greek

  • προπίνω — ΝΑ 1. πίνω πρώτος εις υγείαν κάποιου προκειμένου να κάνουν το ίδιο και οι άλλοι συνδαιτημόνες 2. πίνω πρώτος εις υγείαν ή προκειμένου να τιμήσω κάποιον, εγείρω πρόποση («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων», Πίνδ.) αρχ. 1. πίνω πρώτος ή… …   Dictionary of Greek

  • συγκαταβαίνω — ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν 1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός 2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ. β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.) αρχ. 1. κατεβαίνω μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • χαιρετίζω — ΝΜΑ, και χαιρετώ, άω, Ν απευθύνω χαιρετισμό, προσαγορεύω κάποιον με τις λέξεις χαίρε ή χαίρετε (α. «χαιρετίζω την αφεντιά σας» β. «καὶ Σάρρα δὲ ὑπήντησεν αὐτῷ καὶ ἐχαιρέτισεν αὐτόν», ΠΔ) 2. εκφράζω σε κάποιον, που συναντώ, τη συμπάθεια, την αγάπη …   Dictionary of Greek

  • αφιερώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. προσφέρω κάτι ως αφιέρωμα: Αφιέρωσε στην εικόνα της Παναγίας ένα καντήλι. 2. προσφέρω κάτι ολοκληρωτικά σε κάποιο σκοπό: Αφιέρωσε τη ζωή του στην προαγωγή της επιστήμης. 3. προσφέρω έργο μου για να τιμήσω κάποιον: Το βιβλίο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτιμήσω — ἀ̱τῑμήσω , ἀτιμάω dishonour aor ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀτῑμήσω , ἀτιμάω dishonour aor subj act 1st sg (attic ionic) ἀτῑμήσω , ἀτιμάω dishonour fut ind act 1st sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱τιμήσω , ἀτιμάω dishonour futperf …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИОАНН V (III) МИЛОСТИВЫЙ — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ ᾿Ελεήμων] († 11.11.620 (или 619)), свт. (пам. 12 нояб.; пам. визант. 11 и 12 нояб.; пам. зап. 11 нояб. и 23 янв. (день перенесения мощей в Пожони)), патриарх Александрийский с 610 г. Источники сведений о жизни И. М. весьма… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”