EPHEBI — apud Athenienses dicti sunt, qui nomina sua inter Ephebos, i. e. puberes, profitebantur: cuius professionis annus legitimus erat aetatis decimus octavus. Pollux l. 8. c. 9. καὶ εἰς μὲν τοὺς Ε᾿φήβους εἰσῄεσαν εντωκαίδεκα ἔτη γενόμενοι. Cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
δεξιούμαι — και δεξιώνομαι (AM δεξιοῦμαι, όομαι) χαιρετώ κάποιον σφίγγοντας το δεξί του χέρι του, καλωσορίζω νεοελλ. καλωσορίζω επίσημους προσκεκλημένους II (αρχ. φρ. 1 «δεξιοῦμαι θεοῑς» υψώνω το δεξί μου χέρι για να τιμήσω τους θεούς 2. «πυκνὴν ἄμυστιν… … Dictionary of Greek
εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… … Dictionary of Greek
προπίνω — ΝΑ 1. πίνω πρώτος εις υγείαν κάποιου προκειμένου να κάνουν το ίδιο και οι άλλοι συνδαιτημόνες 2. πίνω πρώτος εις υγείαν ή προκειμένου να τιμήσω κάποιον, εγείρω πρόποση («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων», Πίνδ.) αρχ. 1. πίνω πρώτος ή… … Dictionary of Greek
συγκαταβαίνω — ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν 1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός 2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ. β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.) αρχ. 1. κατεβαίνω μαζί με… … Dictionary of Greek
χαιρετίζω — ΝΜΑ, και χαιρετώ, άω, Ν απευθύνω χαιρετισμό, προσαγορεύω κάποιον με τις λέξεις χαίρε ή χαίρετε (α. «χαιρετίζω την αφεντιά σας» β. «καὶ Σάρρα δὲ ὑπήντησεν αὐτῷ καὶ ἐχαιρέτισεν αὐτόν», ΠΔ) 2. εκφράζω σε κάποιον, που συναντώ, τη συμπάθεια, την αγάπη … Dictionary of Greek
αφιερώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. προσφέρω κάτι ως αφιέρωμα: Αφιέρωσε στην εικόνα της Παναγίας ένα καντήλι. 2. προσφέρω κάτι ολοκληρωτικά σε κάποιο σκοπό: Αφιέρωσε τη ζωή του στην προαγωγή της επιστήμης. 3. προσφέρω έργο μου για να τιμήσω κάποιον: Το βιβλίο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτιμήσω — ἀ̱τῑμήσω , ἀτιμάω dishonour aor ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀτῑμήσω , ἀτιμάω dishonour aor subj act 1st sg (attic ionic) ἀτῑμήσω , ἀτιμάω dishonour fut ind act 1st sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱τιμήσω , ἀτιμάω dishonour futperf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИОАНН V (III) МИЛОСТИВЫЙ — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ ᾿Ελεήμων] († 11.11.620 (или 619)), свт. (пам. 12 нояб.; пам. визант. 11 и 12 нояб.; пам. зап. 11 нояб. и 23 янв. (день перенесения мощей в Пожони)), патриарх Александрийский с 610 г. Источники сведений о жизни И. М. весьма… … Православная энциклопедия